- ερπυστήρ
- ἑρπυστήρ, ὁ (AM) [ερπύζω]1. ο ερπηστής*, το ερπετό («ἑρπυστῆρσι καὶ ἱχθύσι», Οππ.)2. ως επίθ. α) αυτός που έρπειβ) οφιοειδής, ελικοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρπυστήρ — a reptile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρα — ἑρπυστήρ a reptile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρες — ἑρπυστήρ a reptile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρος — ἑρπυστήρ a reptile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσι — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστῆρσιν — ἑρπυστήρ a reptile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπυστήρων — ἑρπυστήρ a reptile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)